-
1 световой
светов||ойприл τοῦ φωτός, φωτεινός:\световой сигнал τό φωτεινό σήμα· \световойа́я реклама ἡ φωτεινή ρεκλάμα, ἡ φωτεινή διαφήμΐση [-ις]· \световой поток физ. ἡ δέσμη φωτός. -
2 знак
1. (для обозначения чего-л., указания на что-л.) το σημείο, το σήμαаннули-рование товарного - а торг. η ακύρωση του σήματος κατατεθέντοςвладелец товарного - а торг. о κάτοχος του σήματος κατατεθέντοςвопросительный - грам. см. ниже таблицу восклицательный - грам. см. ниже таблицу - гарантии η απόδειξη εγγύησηςторговый - см. товарный -фирменный - см товарный -2. (символ) το σύμβολ/οвыносить множитель из-под - а корня βγάζω τον πολλαπλασιαστή έξω από το - της ρίζαςравный по величине и противоположный по - у ίσο σε μέγεθος/τιμή, αλλά αντίθετου σημείου- вычитания - της αφαίρεσης, το πλην- διά- равенства - της ισότητας, το ίσον- сложения - της πρόσθεσης, το συν- умножения - του πολλαπλασιασμού, το επί3. (след, отметина) το ίχνος, το σημάδι 4. (сигнал) το σήμα, το σινιάλο 5. (авто) το σήμα, η πινακίδα 6. - и мн. мор. - грузовых марок с дисками Плим-соля οι γραμμές φόρτωσης και οι μπάλες 7. (кода, программирования) ο χαρακτήραςбуквенно-цифровой - вчт. αλφαριθμητικός -буквенный - вчт. αλφαβητικός -управляющий вчт. - του ελέγχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > знак
-
3 сигнал
το σήματο σύνθηματο σινιάλο (ξεν.)передавать - εκπέμπω το -, μεταδίδω το -преобразовывать - μετασχηματίζω/μετατρέπω το -аварийный - κινδύνου/αβαρίαςвидимый - ορατό -, οπτικό -входной - εισόδου, εισερχόμενο -выходной - εξόδου, εξερχόμενο -опознавательный - αναγνώρησης, διακριτικό -позывной рад. - το (διεθνές) διακριτικό -цветовой - (тлв.) έγχρωμο -- θύελλαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнал
-
4 ориентир
ориентирм τό σήμα, τό σημείο προσανατολισμού, σημεῖο[ν] ἀναγνωρίσεως, ὁ δείκτης:световой \ориентир ὁ φωτεινός δείκτης, τό φωτεινό σινιάλο· выбрать правильный \ориентир διαλέγω σωστό προσανατολισμό, παίρνω ὁρθή κατεύθυνση. -
5 сигнал
сигналм τό σύνθημα, τό σήμα, τό σινιάλο:звуковой \сигнал τό ἡχητικό σύνθημα, τό ἡχητικό σινιάλο· световой \сигнал φωτεινό σινιάλο, σήμα μέ φανάρι· \сигнал бедствия τό σήμα κινδύνου· \сигнал возду́шной тревоги σήμα ἀεροπορικού συναγερμοῦ· подавать \сигнал σηματοδοτώ, δίνω σήμα· по первому \сигналу μέ τό πρῶτο σύνθημα·2. перен (предупреждение, знак, признак) ἡ προειδοποίηση [-ις], τό προμήνυμα. -
6 сигнал
-а α.1. σημείο, σήμα, σύνθημα, σινιάλο•сигнал воздушной тревоги σύνθημα αεροπορικού συναγερμού•
световой сигнал οπτικό (φωτεινό) σήμα•
дорожные -ы οδικά σήματα•
звуковой сигнал ακουστικό σήμα•
сигнал сбора σύνθημα συγκέντρωσης•
по первому -у με το πρώτο σύνθημα•
давать (дать) сигнал δίνω σήμα, σηματοδοτώ.
2. μτφ. ένδειξη. || μτφ. προειδοποίηση, προμήνυμα, προοίμιο•сигнал бедствия σήμα κινδύνου.